προχείρηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προχείρηση | οι | προχειρήσεις |
γενική | της | προχείρησης* | των | προχειρήσεων |
αιτιατική | την | προχείρηση | τις | προχειρήσεις |
κλητική | προχείρηση | προχειρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προχειρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προχείρηση < ελληνιστική κοινή προχειρέω[1] + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
προχείρηση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
προχείρηση
|
- ↑ προχειρέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.