προφορικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προφορικότητα < προφορικός + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροφορικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του προφορικού
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις προφορικός, προφέρω και φέρω
προφορικότητα θηλυκό