Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προτιμολόγηση οι προτιμολογήσεις
      γενική της προτιμολόγησης* των προτιμολογήσεων
    αιτιατική την προτιμολόγηση τις προτιμολογήσεις
     κλητική προτιμολόγηση προτιμολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προτιμολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προτιμολόγηση < προτιμολογώ + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προτιμολόγηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία