↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προτιμολόγηση οι προτιμολογήσεις
      γενική της προτιμολόγησης* των προτιμολογήσεων
    αιτιατική την προτιμολόγηση τις προτιμολογήσεις
     κλητική προτιμολόγηση προτιμολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προτιμολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προτιμολόγηση < προτιμολογώ + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προτιμολόγηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία