προτιμολόγιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | προτιμολόγιο | τα | προτιμολόγια |
γενική | του | προτιμολόγιου & προτιμολογίου |
των | προτιμολόγιων & προτιμολογίων |
αιτιατική | το | προτιμολόγιο | τα | προτιμολόγια |
κλητική | προτιμολόγιο | προτιμολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπροτιμολόγιο ουδέτερο
- (οικονομία) προσωρινό ανεπίσημο έγγραφο που είναι δυνατόν να εκδίδεται πριν την πώληση, συνήθως πανομοιότυπο με το τιμολόγιο, στο οποίο αναγράφεται η ένδειξη προτιμολόγιο και έχει αποκλειστικά πληροφοριακό χαρακτήρα (δεν είναι φορολογικό παραστατικό)
Συγγενικά
επεξεργασία- προτιμολογημένος
- προτιμολόγηση
- προτιμολογώ
- → δείτε τις λέξεις προ, τιμολόγιο, τιμή και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία προτιμολόγιο
|
Πηγές
επεξεργασία- προτιμολόγιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προτιμολόγιο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)