προσφυγοπατέρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπροσφυγοπατέρας αρσενικό
- (προφορικό, νεολογισμός) κάποιος που προσπαθεί να θεωρηθεί προστάτης των προσφύγων, συνήθως για ιδιοτελείς σκοπούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσφυγοπατέρας
|