Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προσφοριάρης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
προσφοριάρ
ης
οι
προσφοριάρ
ηδες
γενική
του
προσφοριάρ
η
των
προσφοριάρ
ηδων
αιτιατική
τον
προσφοριάρ
η
τους
προσφοριάρ
ηδες
κλητική
προσφοριάρ
η
προσφοριάρ
ηδες
Κατηγορία
όπως «
μανάβης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
προσφοριάρης
<
πρόσφορο
+
-ιάρης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
προσφοριάρης
αρσενικό
(
θρησκεία
,
αργκό
)
μοναχός
που έχει ως
διακόνημα
την
παρασκευή
πρόσφορων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προσφοριάρης