προσφοράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | προσφοράκι | τα | προσφοράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | προσφοράκι | τα | προσφοράκια |
κλητική | προσφοράκι | προσφοράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προσφοράκι < πρόσφορο + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσφοράκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του πρόσφορο
- Δεν έχω τίποτα άλλο να τους δώσω να φάνε, μόνο τις δυόμισι οκάδες μανέστρα με το λίγο λαδάκι, το μισό προσφοράκι και το μισό καρβελάκι. (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσφοράκι
|