προσυνταξιοδοτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσυνταξιοδοτικός < προσύνταξη
Επίθετο επεξεργασία
προσυνταξιοδοτικός, -ή, -ό
- σχετικός με την κατανομή μιας προσύνταξης
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσυνταξιοδοτικός
|
προσυνταξιοδοτικός, -ή, -ό
|