Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προστώο τα προστώα
      γενική του προστώου των προστώων
    αιτιατική το προστώο τα προστώα
     κλητική προστώο προστώα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προστώο < αρχαία ελληνική προστῷον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προστώο ουδέτερο

  • ημιυπαίθριος στεγασμένος χώρος με κίονες (στοά), εμπρός από την είσοδο κτηρίου

  Μεταφράσεις επεξεργασία