προσαρμοστία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσαρμοστία < προσαρμόζω + -τία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσαρμοστία θηλυκό
- (ιατρική) η προσαρμοστική ικανότητα του ματιού να βλέπει ευκρινώς κάποιο αντικείμενο σε οποιαδήποτε απόσταση
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσαρμοστία
|