προμεταμοσχευτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προμεταμοσχευτικός < προ- + μεταμοσχευτικός
Επίθετο
επεξεργασίαπρομεταμοσχευτικός
- (ιατρική) που αφορά εξετάσεις που γίνονται πριν από κάποια μεταμόσχευση
Μεταφράσεις
επεξεργασία προμεταμοσχευτικός
|