προκατήχηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προκατήχηση | οι | προκατηχήσεις |
γενική | της | προκατήχησης* | των | προκατηχήσεων |
αιτιατική | την | προκατήχηση | τις | προκατηχήσεις |
κλητική | προκατήχηση | προκατηχήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προκατηχήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προκατήχηση < ελληνιστική κοινή προκατήχησις[1] < προκατηχέω < κατηχέω < αρχαία ελληνική ἠχέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
προκατήχηση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
προκατήχηση
|
- ↑ προκατήχησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.