ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προκατήχησῐς αἱ προκατηχήσεις
      γενική τῆς προκατηχήσεως τῶν προκατηχήσεων
      δοτική τῇ προκατηχήσει ταῖς προκατηχήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν προκατήχησῐν τὰς προκατηχήσεις
     κλητική ! προκατήχησῐ προκατηχήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προκατηχήσει
γεν-δοτ τοῖν  προκατηχησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προκατήχησις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προκατήχησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)