προκατήχησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προκατήχησῐς | αἱ | προκατηχήσεις | ||||
γενική | τῆς | προκατηχήσεως | τῶν | προκατηχήσεων | ||||
δοτική | τῇ | προκατηχήσει | ταῖς | προκατηχήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | προκατήχησῐν | τὰς | προκατηχήσεις | ||||
κλητική ὦ! | προκατήχησῐ | προκατηχήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προκατηχήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | προκατηχησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προκατήχησις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροκατήχησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- προκατήχησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.