Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προικοθηρία οι προικοθηρίες
      γενική της προικοθηρίας των προικοθηριών
    αιτιατική την προικοθηρία τις προικοθηρίες
     κλητική προικοθηρία προικοθηρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προικοθηρία < προικοθήρας + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προικοθηρία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία