Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προεπεξεργαστής οι προεπεξεργαστές
      γενική του προεπεξεργαστή των προεπεξεργαστών
    αιτιατική τον προεπεξεργαστή τους προεπεξεργαστές
     κλητική προεπεξεργαστή προεπεξεργαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προεπεξεργαστής < προ- + επεξεργαστής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προεπεξεργαστής αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία