προεπεξεργαστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προεπεξεργαστής < προ- + επεξεργαστής
Ουσιαστικό επεξεργασία
προεπεξεργαστής αρσενικό
- (πληροφορική) πρόγραμμα που επεξεργάζεται δεδομένα που του δίδονται και τα αποτελέσματά του δίδονται σαν δεδομένα εισόδου σε άλλο πρόγραμμα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προεπεξεργαστής