Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / προγάμιος τὸ προγάμιον
      γενική τοῦ/τῆς προγαμίου τοῦ προγαμίου
      δοτική τῷ/τῇ προγαμί τῷ προγαμί
    αιτιατική τὸν/τὴν προγάμιον τὸ προγάμιον
     κλητική ! προγάμιε προγάμιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ προγάμιοι τὰ προγάμι
      γενική τῶν προγαμίων τῶν προγαμίων
      δοτική τοῖς/ταῖς προγαμίοις τοῖς προγαμίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς προγαμίους τὰ προγάμι
     κλητική ! προγάμιοι προγάμι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ προγαμίω τὼ προγαμίω
      γεν-δοτ τοῖν προγαμίοιν τοῖν προγαμίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές


  Αναφορές επεξεργασία

  1. προγάμιος σελ.6081 -  Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)

  Πηγές επεξεργασία