↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προβατάρης οι προβατάρηδες
      γενική του προβατάρη των προβατάρηδων
    αιτιατική τον προβατάρη τους προβατάρηδες
     κλητική προβατάρη προβατάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προβατάρης < πρόβατ(ο) + -άρης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προβατάρης αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία