Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

προβατάρηδες

  1. προβατάρης, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. προβατάρης, στην αιτιατική του πληθυντικού
  3. προβατάρης, στην κλητική του πληθυντικού