Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προαφαίρεση οι προαφαιρέσεις
      γενική της προαφαίρεσης* των προαφαιρέσεων
    αιτιατική την προαφαίρεση τις προαφαιρέσεις
     κλητική προαφαίρεση προαφαιρέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προαφαιρέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προαφαίρεση < προαφαιρώ + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προαφαίρεση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία