Ετυμολογία

επεξεργασία
προαφαιρώ < ελληνιστική κοινή προαφαιρέω / προαφαιρῶ < αρχαία ελληνική πρό + ἀφαιρέω / ἀφαιρῶ

προαφαιρώ (παθητική φωνή: προαφαιρούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία