προαγωγεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προαγωγεία < αρχαία ελληνική προαγωγεία < προαγωγεύω < προαγωγός < προάγω < ἄγω
Ουσιαστικό επεξεργασία
προαγωγεία θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προαγωγεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
προαγωγεία
|