ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πριστήρ οἱ πριστῆρες
      γενική τοῦ πριστῆρος τῶν πριστήρων
      δοτική τῷ πριστῆρ τοῖς πριστῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν πριστῆρ τοὺς πριστῆρᾰς
     κλητική ! πριστήρ πριστῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πριστῆρε
γεν-δοτ τοῖν  πριστήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πριστήρ < πρίω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πριστήρ, -ῆρος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. πριόνι
  2. πριονιστής

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη πρίω