πριονοκορδέλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπριονοκορδέλα θηλυκό
- ξυλουργικό μηχάνημα, συνήθως ηλεκτρικό, που περιλαμβάνει μία συνεχόμενη πριονωτή κορδέλα, με την οποία κόβονται ξύλα
- (εργαλείο) η κορδέλα του παραπάνω μηχανήματος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία το μηχάνημα
η κορδέλα