πρινοκόκκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρινοκόκκι | τα | πρινοκόκκια |
γενική | του | πρινοκοκκίου | των | πρινοκοκκίων |
αιτιατική | το | πρινοκόκκι | τα | πρινοκόκκια |
κλητική | πρινοκόκκι | πρινοκόκκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρινοκόκκι < μεσαιωνική ελληνική πρινοκόκκι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾi.noˈko.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρι‐νο‐κόκ‐κι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρινοκόκκι ουδέτερο
- η κηκίδα που δημιουργείται στο πουρνάρι, το κρεμέζι
- ※ Ο κόκκος, απ' όπου έχει πάρει τπν ονομασία του και το κόκκινο χρώμα, είναι έντομο της οικογένειας των κοκκιδών. Στην Ελλάδα και την Ανατολική Μεσόγειο, γνωστός είναι ο κόκκος ο βαφικός (Coccus Ilicis), κοινώς πρινοκόκκι ή κερμέζι ή κιρμίζο ή κρεμέζι, εξ ου και κρεμέζι κόκκινο.
- Μαρία Γρηγορίου, Μια μικρή εισαγωγή στις φυτικές και ζωικές βαφές, 2020, σελ. 39
- ※ Ο κόκκος, απ' όπου έχει πάρει τπν ονομασία του και το κόκκινο χρώμα, είναι έντομο της οικογένειας των κοκκιδών. Στην Ελλάδα και την Ανατολική Μεσόγειο, γνωστός είναι ο κόκκος ο βαφικός (Coccus Ilicis), κοινώς πρινοκόκκι ή κερμέζι ή κιρμίζο ή κρεμέζι, εξ ου και κρεμέζι κόκκινο.
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρινοκόκκι
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- πρινοκόκκι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπρινοκόκκι ουδέτερο
- το πρινοκόκκι
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .