Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρηξαρχίδης οι πρηξαρχίδηδες
      γενική του πρηξαρχίδη των πρηξαρχίδηδων
    αιτιατική τον πρηξαρχίδη τους πρηξαρχίδηδες
     κλητική πρηξαρχίδη πρηξαρχίδηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρηξαρχίδης < πρήζω (πρηξ-) + αρχίδι + -ης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾi.ksaɾˈçi.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρη‐ξαρ‐χί‐δης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρηξαρχίδης αρσενικό

  • άνθρωπος ενοχλητικά επίμονος
    ※  Για πες μου λοιπόν, για πες μου. Πιεστικός, επίμονος, πρηξαρχίδης. Καταπίνοντας την αγανάκτησή μου αποφάσισα να ξεμπερδέψω μαζί του (Ντίνος Οικονόμου, Το σπασμένο τακούνι, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2010, [1])

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Σ. Α. Μοσχονάς, Γλωσσική διαφοροποίηση: Η «γλώσσα των νέων», Παν/μιο Αθηνών - Τμήμα Ε.Μ.Μ.Ε., 9 Οκτωβρίου 2008 / Iordanidou A. & I. Androutsopoulos, “Teenage Slang in Modern Greek” (1997) και Α. Ιορδανίδου & Γ. Ανδρουτσόπουλος, «Πήρανε τη γλώσσα στο … κρανίο: Στάσεις των ΜΜΕ απέναντι στη γλώσσα των νέων» (1999) [2]
  • Κωνσταντίνα Λαζάρου, Η διαχείριση νεολογισμών και νέων τεχνικών όρων στη μετάφραση: Αποδίδοντας ξενόγλωσσους νεολογισμούς στη νεοελληνική, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 2018 [3]

  Μεταφράσεις επεξεργασία