Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πραλίνα οι πραλίνες
      γενική της πραλίνας των (πραλινών)
    αιτιατική την πραλίνα τις πραλίνες
     κλητική πραλίνα πραλίνες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πραλίνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική praline + < από το όνομα γάλλου στρατηγού Plessis-Braslin του οποίου ο μάγειρας δημιούργησε την πραλίνα [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πραλίνα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία