πραλίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πραλίνα | οι | πραλίνες |
γενική | της | πραλίνας | των | (πραλινών) |
αιτιατική | την | πραλίνα | τις | πραλίνες |
κλητική | πραλίνα | πραλίνες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πραλίνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική praline + -α < από το όνομα γάλλου στρατηγού Plessis-Braslin του οποίου ο μάγειρας δημιούργησε την πραλίνα [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
πραλίνα θηλυκό
- (γλυκό, ζαχαροπλαστική) κρέμα σοκολάτας με ξηρούς καρπούς, συνηθέστερα αμύγδαλα ή φουντούκια
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πραλίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας