↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πράυνση οι πραΰνσεις
      γενική της πράυνσης* των πραΰνσεων
    αιτιατική την πράυνση τις πραΰνσεις
     κλητική πράυνση πραΰνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πραΰνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πράυνση < αρχαία ελληνική πράϋνσις[1] < πραΰνω < πραΰς / πρᾶος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πράυνση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. πράϋνσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.