ππαλουζές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ππαλουζές < (άμεσο δάνειο) τουρκική paluze < περσική پالوده (pālūda)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαππαλουζές αρσενικό
- (κυπριακά) παραδοσιακό γλυκό της Κύπρου κατασκευασμένο από χυμό σταφυλιού, η μουσταλευριά
Μεταφράσεις
επεξεργασία ππαλουζές
|