ππαλουζές
Κυπριακά (el-cyp)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ππαλουζές < (άμεσο δάνειο) τουρκική paluze < περσική پالوده (pālūda)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ππαλουζές αρσενικό
- (γλυκό) παραδοσιακό γλυκό της Κύπρου κατασκευασμένο από χυμό σταφυλιού, η μουσταλευριά
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ππαλουζέ (θηλυκό)
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ππαλουζές @polignosi, @polignosi Κυπριακή Διάλεκτος στη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια του Άντρου Παυλίδη
- γρούτα @polignosi Κυπριακή Διάλεκτος στη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια του Άντρου Παυλίδη