Ετυμολογία

επεξεργασία
ποσόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της αντωνυμίας ποσός
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ποσό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ποσόν τὰ ποσᾰ́
      γενική τοῦ ποσοῦ τῶν ποσῶν
      δοτική τῷ ποσ τοῖς ποσοῖς
    αιτιατική τὸ ποσόν τὰ ποσᾰ́
     κλητική ! ποσόν ποσᾰ́
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποσώ
γεν-δοτ τοῖν  ποσοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ποσόν, -ου ουδέτερο

  Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

επεξεργασία

ποσόν

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ποσός
  2. ονομαστική και αιτιατική ενικού, ουδέτερου γένους του ποσός