ποσόν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ποσόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της αντωνυμίας ποσός
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: ποσό
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ποσόν | τὰ | ποσᾰ́ |
γενική | τοῦ | ποσοῦ | τῶν | ποσῶν |
δοτική | τῷ | ποσῷ | τοῖς | ποσοῖς |
αιτιατική | τὸ | ποσόν | τὰ | ποσᾰ́ |
κλητική ὦ! | ποσόν | ποσᾰ́ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποσώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ποσοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ποσόν, -ου ουδέτερο
- η ποσότητα
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
επεξεργασίαποσόν
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ποσός
- ονομαστική και αιτιατική ενικού, ουδέτερου γένους του ποσός
Πηγές
επεξεργασία- ποσός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.