Ετυμολογία

επεξεργασία
ποσόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της αντωνυμίας ποσός
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ποσό

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

επεξεργασία