Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό.



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πορθμίδα οι πορθμίδες
      γενική της πορθμίδας των πορθμίδων
    αιτιατική την πορθμίδα τις πορθμίδες
     κλητική πορθμίδα πορθμίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πορθμίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πορθμίς από την αιτιατική «τὴν πορθμίδα»

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πορθμίδα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πορθμίδα θηλυκό