Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολύχρως < πολύ- + -χρως

  Επίθετο

επεξεργασία

πολύχρως (& πολύχροος > πολύχρους)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / πολύχρως οἱ/αἱ πολύχρωτες
      γενική τοῦ/τῆς πολύχρωτος τῶν πολυχρώτων
      δοτική τῷ/τῇ πολύχρωτ τοῖς/ταῖς πολύχρωσ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν πολύχρωτ τοὺς/τὰς πολύχρωτᾰς
     κλητική ! πολύχρως πολύχρωτες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πολύχρωτε
γεν-δοτ τοῖν  πολυχρώτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρως' όπως «ἔρως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

πολύχρως, -ωτος αρσενικό ή θηλυκό