πολυφαρμακία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυφαρμακία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική polypharmacie < αρχαία ελληνική πολύς + φάρμακον[1]
- ή (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολυφαρμακία [2] (Χρειάζεται έλεγχο ο ελληνιστικός τύπος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυφαρμακία θηλυκό
- η ύπαρξη πολλών φαρμάκων που συμβάλλουν στην ίδια θεραπεία
- η υπερβολική κατανάλωση φαρμάκων
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυφαρμακία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ πολυφαρμακία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας