πολυτροφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυτροφία < ελληνιστική κοινή πολυτροφία < αρχαία ελληνική πολύς + τροφή
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυτροφία θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυτροφία
|
πολυτροφία θηλυκό
|