Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πολυτραυματίας οι πολυτραυματίες
      γενική του/της πολυτραυματία των πολυτραυματιών
    αιτιατική τον/την πολυτραυματία τους/τις πολυτραυματίες
     κλητική πολυτραυματία πολυτραυματίες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυτραυματίας < ελληνογενής ξένος όρος < γαλλική polytraumatisé < πολύ + τραυματίας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυτραυματίας αρσενικό ή θηλυκό

  • (ιατρική) τραυματίας που έχει τραύματα τα οποία απαιτούν επέμβαση από γιατρούς διαφορετικών ειδικοτήτων

  Μεταφράσεις επεξεργασία