Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολυτεχνισμός οι πολυτεχνισμοί
      γενική του πολυτεχνισμού των πολυτεχνισμών
    αιτιατική τον πολυτεχνισμό τους πολυτεχνισμούς
     κλητική πολυτεχνισμέ πολυτεχνισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυτεχνισμός < πολυ- + τέχνη + -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυτεχνισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • πολυτεχνισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)