Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολυπρογραμματισμός οι πολυπρογραμματισμοί
      γενική του πολυπρογραμματισμού των πολυπρογραμματισμών
    αιτιατική τον πολυπρογραμματισμό τους πολυπρογραμματισμούς
     κλητική πολυπρογραμματισμέ πολυπρογραμματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυπρογραμματισμός < πολυ- + προγραμματισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multiprogramming)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυπρογραμματισμός αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία