Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυθεϊστικός η πολυθεϊστική το πολυθεϊστικό
      γενική του πολυθεϊστικού της πολυθεϊστικής του πολυθεϊστικού
    αιτιατική τον πολυθεϊστικό την πολυθεϊστική το πολυθεϊστικό
     κλητική πολυθεϊστικέ πολυθεϊστική πολυθεϊστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυθεϊστικοί οι πολυθεϊστικές τα πολυθεϊστικά
      γενική των πολυθεϊστικών των πολυθεϊστικών των πολυθεϊστικών
    αιτιατική τους πολυθεϊστικούς τις πολυθεϊστικές τα πολυθεϊστικά
     κλητική πολυθεϊστικοί πολυθεϊστικές πολυθεϊστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυθεϊστικός < πολυ- + θεός + -ιστικός

  Επίθετο επεξεργασία

πολυθεϊστικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία