πολυεύθυνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πολυεύθυνος | η | πολυεύθυνος & πολυεύθυνη |
το | πολυεύθυνο |
γενική | του | πολυευθύνου & πολυεύθυνου |
της | πολυευθύνου & πολυεύθυνης |
του | πολυευθύνου & πολυεύθυνου |
αιτιατική | τον | πολυεύθυνο | την | πολυεύθυνο & πολυεύθυνη |
το | πολυεύθυνο |
κλητική | πολυεύθυνε | πολυεύθυνε & πολυεύθυνη |
πολυεύθυνο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πολυεύθυνοι | οι | πολυεύθυνοι & πολυεύθυνες |
τα | πολυεύθυνα |
γενική | των | πολυευθύνων & πολυεύθυνων |
των | πολυευθύνων & πολυεύθυνων |
των | πολυευθύνων & πολυεύθυνων |
αιτιατική | τους | πολυευθύνους & πολυεύθυνους |
τις | πολυευθύνους & πολυεύθυνες |
τα | πολυεύθυνα |
κλητική | πολυεύθυνοι | πολυεύθυνοι & πολυεύθυνες |
πολυεύθυνα | |||
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι. | ||||||
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυεύθυνος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
πολυεύθυνος, -η/-ος, -ο
- που έχει πολλές ευθύνες
- ο οποίος συμβαίνει αυτά τα χρόνια να είναι Βουλευτής Ζακύνθου και πολυεύθυνος Υπουργός Δικαιοσύνης της πατρίδας μας (Της Παναγίας στο Βανάτο, Παρουσία του Υπουργού Δικαιοσύνης, 16/8/2018, www.imerazante.gr, [1])
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυεύθυνος
|