Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πολυδάχτυλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πολυδάχτυλ
ος
η
πολυδάχτυλ
η
το
πολυδάχτυλ
ο
γενική
του
πολυδάχτυλ
ου
της
πολυδάχτυλ
ης
του
πολυδάχτυλ
ου
αιτιατική
τον
πολυδάχτυλ
ο
την
πολυδάχτυλ
η
το
πολυδάχτυλ
ο
κλητική
πολυδάχτυλ
ε
πολυδάχτυλ
η
πολυδάχτυλ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πολυδάχτυλ
οι
οι
πολυδάχτυλ
ες
τα
πολυδάχτυλ
α
γενική
των
πολυδάχτυλ
ων
των
πολυδάχτυλ
ων
των
πολυδάχτυλ
ων
αιτιατική
τους
πολυδάχτυλ
ους
τις
πολυδάχτυλ
ες
τα
πολυδάχτυλ
α
κλητική
πολυδάχτυλ
οι
πολυδάχτυλ
ες
πολυδάχτυλ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πολυδάχτυλος
<
πολυ-
+
δάχτυλος
Επίθετο
επεξεργασία
πολυδάχτυλος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
πολυδάκτυλος