Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυδάχτυλος η πολυδάχτυλη το πολυδάχτυλο
      γενική του πολυδάχτυλου της πολυδάχτυλης του πολυδάχτυλου
    αιτιατική τον πολυδάχτυλο την πολυδάχτυλη το πολυδάχτυλο
     κλητική πολυδάχτυλε πολυδάχτυλη πολυδάχτυλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυδάχτυλοι οι πολυδάχτυλες τα πολυδάχτυλα
      γενική των πολυδάχτυλων των πολυδάχτυλων των πολυδάχτυλων
    αιτιατική τους πολυδάχτυλους τις πολυδάχτυλες τα πολυδάχτυλα
     κλητική πολυδάχτυλοι πολυδάχτυλες πολυδάχτυλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυδάχτυλος < πολυ- + δάχτυλος

  Επίθετο επεξεργασία

πολυδάχτυλος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη πολυδάκτυλος