Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολυβουτυλένιο τα πολυβουτυλένια
      γενική του πολυβουτυλενίου
πολυβουτυλένιου
των πολυβουτυλενίων
    αιτιατική το πολυβουτυλένιο τα πολυβουτυλένια
     κλητική πολυβουτυλένιο πολυβουτυλένια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυβουτυλένιο < (νόθο σύνθετο) λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polybutylene < poly- (πολυ-) (< αρχαία ελληνική πολυ-) + butylene (βουτυλένιο))

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυβουτυλένιο ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.