Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολιτικομανία οι πολιτικομανίες
      γενική της πολιτικομανίας των πολιτικομανιών
    αιτιατική την πολιτικομανία τις πολιτικομανίες
     κλητική πολιτικομανία πολιτικομανίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολιτικομανία < πολιτικ(ή) + -ο- + -μανία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολιτικομανία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία