→ γένη |
αρσενικό & θηλυκό |
ουδέτερο |
↓ πτώσεις |
ενικός |
ονομαστική |
ὁ/ἡ |
ποικιλόχροος > ποικιλόχρους |
τὸ |
ποικιλόχροον > ποικιλόχρουν |
γενική |
τοῦ/τῆς |
ποικιλοχρόου > ποικιλόχρου |
τοῦ |
ποικιλοχρόου > ποικιλόχρου |
δοτική |
τῷ/τῇ |
ποικιλοχρόῳ > ποικιλόχρῳ |
τῷ |
ποικιλοχρόῳ > ποικιλόχρῳ |
αιτιατική |
τὸν/τὴν |
ποικιλόχροον > ποικιλόχρουν |
τὸ |
ποικιλόχροον > ποικιλόχρουν |
κλητική ὦ! |
|
ποικιλόχροε > ποικιλόχρους |
|
ποικιλόχροον > ποικιλόχρουν |
↓ πτώσεις |
πληθυντικός |
ονομαστική |
οἱ/αἱ |
ποικιλόχροοι > ποικιλόχροι |
τὰ |
ποικιλόχροᾰ > ποικιλόχροᾰ |
γενική |
τῶν |
ποικιλοχρόων > ποικιλόχρων |
τῶν |
ποικιλοχρόων > ποικιλόχρων |
δοτική |
τοῖς/ταῖς |
ποικιλοχρόοις > ποικιλόχροις |
τοῖς |
ποικιλοχρόοις > ποικιλόχροις |
αιτιατική |
τοὺς/τὰς |
ποικιλοχρόους > ποικιλόχρους |
τὰ |
ποικιλόχροᾰ > ποικιλόχροᾰ |
κλητική ὦ! |
|
ποικιλόχροοι > ποικιλόχροι |
|
ποικιλόχροᾰ > ποικιλόχροᾰ |
|
δυϊκός |
ονομ-αιτ-κλ |
τὼ |
ποικιλοχρόω > ποικιλόχρω |
τὼ |
ποικιλοχρόω > ποικιλόχρω |
γεν-δοτ |
τοῖν |
ποικιλοχρόοιν > ποικιλόχροιν |
τοῖν |
ποικιλοχρόοιν > ποικιλόχροιν |
Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές." |
2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνοος' όπως «εὔνοος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |