ποδόμυλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποδόμυλος αρσενικό
- «διάδρομος» που γυρίζει / μετακινείται με την κίνηση των ποδιών (περπάτημα) πάνω του
- ※ Ο επισκέπτης θα φοράει ειδικά γυαλιά, γάντια, θα ανεβαίνει στον ποδόμυλο και θα νιώθει ότι βρίσκεται στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, στο πλοίο του Νικόλαου Βότση, τον Οκτώβριο του 1912. (www.ertnews.gr, 02.02.2021)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποδόμυλος
|