Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ποδόμυλος οι ποδόμυλοι
      γενική του ποδόμυλου των ποδόμυλων
    αιτιατική τον ποδόμυλο τους ποδόμυλους
     κλητική ποδόμυλε ποδόμυλοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποδόμυλος < πόδι + -ο- + μύλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποδόμυλος αρσενικό

  • «διάδρομος» που γυρίζει / μετακινείται με την κίνηση των ποδιών (περπάτημα) πάνω του
    ※  Ο επισκέπτης θα φοράει ειδικά γυαλιά, γάντια, θα ανεβαίνει στον ποδόμυλο και θα νιώθει ότι βρίσκεται στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, στο πλοίο του Νικόλαου Βότση, τον Οκτώβριο του 1912. (www.ertnews.gr, 02.02.2021)

  Μεταφράσεις επεξεργασία