ποδοπέδη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποδοπέδη < ελληνιστική κοινή ποδοπέδη < αρχαία ελληνική πούς (ποδ(ός)) + πέδη
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποδοπέδη θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποδοπέδη
|
ποδοπέδη θηλυκό
|