Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ποδοθεραπευτής οι ποδοθεραπευτές
      γενική του ποδοθεραπευτή των ποδοθεραπευτών
    αιτιατική τον ποδοθεραπευτή τους ποδοθεραπευτές
     κλητική ποδοθεραπευτή ποδοθεραπευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποδοθεραπευτής < πόδ(ι) + -ο- + θεραπευτής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /po.ðo.θe.ɾa.peˈftis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐δο‐θε‐ρα‐πευ‐τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποδοθεραπευτής αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr