ποδηγέτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποδηγέτης < ελληνιστική κοινή ποδηγέτης (οδηγός)[1] [2] < αρχαία ελληνική πούς + ἡγέτης < ἡγέομαι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποδηγέτης αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποδηγέτης
|
- ↑ ποδηγέτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ ποδηγέτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.