πνόος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πνόος > πνοῦς | οἱ | πνόοι > πνοῖ |
γενική | τοῦ | πνόου > πνοῦ | τῶν | πνόων > πνῶν |
δοτική | τῷ | πνόῳ > πνῷ | τοῖς | πνόοις > πνοῖς |
αιτιατική | τὸν | πνόον > πνοῦν | τοὺς | πνόους > πνοῦς |
κλητική ὦ! | πνόε > πνοῦ | πνόοι > πνοῖ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πνόω > πνώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πνόοιν > πνοῖν | ||
2η κλίση, ομάδα 'πλόος πλοῦς', Κατηγορία 'πλόος' όπως «πλόος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπνόος αρσενικό (συνηρημένος αττικός τύπος: πνοῦς)
- → δείτε τη λέξη πνοή
Πηγές
επεξεργασία- πνόος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.