πνοῦς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πνόος > πνοῦς | οἱ | πνόοι > πνοῖ |
γενική | τοῦ | πνόου > πνοῦ | τῶν | πνόων > πνῶν |
δοτική | τῷ | πνόῳ > πνῷ | τοῖς | πνόοις > πνοῖς |
αιτιατική | τὸν | πνόον > πνοῦν | τοὺς | πνόους > πνοῦς |
κλητική ὦ! | πνόε > πνοῦ | πνόοι > πνοῖ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πνόω > πνώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πνόοιν > πνοῖν | ||
2η κλίση, ομάδα 'πλόος πλοῦς', Κατηγορία 'πλοῦς' όπως «πλοῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
πνοῦς αρσενικό
- αττικός τύπος του πνόος (συνηρημένος τύπος) → δείτε τη λέξη πνοή