πνευμονογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πνευμονογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pneumographie + -ία < αρχαία ελληνική πνεύμων / πλεύμων + γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπνευμονογραφία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία πνευμονογραφία
|