pneumographie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpneumographie (fr) θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- pneumographie - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
pneumographie (fr) θηλυκό